ἄπνους

ἄπνους
ἄπνους
ἄπνοος
without wind: masc /fem nom pl
ἄπνοος
without wind: masc /fem nom /voc sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άπνους — (AM ἄπνους, ουν, Α κ. ἄπνοος, ον) αυτός που δεν αναπνέει, ο νεκρός αρχ. 1. ο δίχως πνοή ανέμου 2. αυτός που δεν έχει καλό αερισμό …   Dictionary of Greek

  • ἄπνους — ἄπνοος without wind masc/fem nom pl ἄπνοος without wind masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποθυμώ — άω και έω (AM λιποθυμῶ, έω) υφίσταμαι λιποθυμία νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λιποθυμισμένος, η, ο α) λιπόθυμος β) μτφ. (για ήχο) πολύ σιγανός, ξεψυχισμένος («ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος», Σολωμ.) μσν. μένω άπνους, νεκρός, πεθαίνω… …   Dictionary of Greek

  • λιπόπνους — λιπόπνους, ουν, ασυναίρ. οος, οον (Α) 1. εγκαταλελειμμένος από την πνοή, άπνους, νεκρός 2. (για τον Άδη) αυτός στον οποίο λείπει κάθε πνοή, στον οποίο επικρατεί νεκρική σιγή («λιπόπνους, Ἅιδης», Ορφ. Υμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πνους (<… …   Dictionary of Greek

  • νήυτμος — νήϋτμος, ον (Α) αυτός που δεν έχει, αναπνοή, άπνους («κεῑται νήϋτμος τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + ἀϋτμή «πνοή, αναπνοή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”